- προοδοποιητικός
- προ-οδο-ποιητικός, ή, όν, vorausgehend u. den Weg bereitend, übh. vorbereitend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προοδοποιητικός — ή, όν, Α [προοδοποιῶ] αυτός που συντελεί στην προοδοποίηση, που προετοιμάζει τον δρόμο … Dictionary of Greek
προοδοποιητικά — προοδοποιητικός going before to prepare the way neut nom/voc/acc pl προοδοποιητικά̱ , προοδοποιητικός going before to prepare the way fem nom/voc/acc dual προοδοποιητικά̱ , προοδοποιητικός going before to prepare the way fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοδοποιητικῶν — προοδοποιητικός going before to prepare the way fem gen pl προοδοποιητικός going before to prepare the way masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)